- κακοκαιρία
- και κακοκαιριά, ηκακός καιρός, άσχημες καιρικές συνθήκες, κακή καιρική κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + καιρός (πρβλ. καλοκαιρία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοκαιρία — η κακή καιρική κατάσταση, άθλιος καιρός: Φέτος το χειμώνα είχαμε μεγάλες κακοκαιρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
χειμάζομαι — ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α [χεῑμα] παθ. 1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα 2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι αρχ. 1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος τού χειμώνα β) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα,… … Dictionary of Greek
φουρτούνα — φουρτούνα, η και φορτούνα, η (λ. λατ.) 1. τρικυμία, θαλασσοταραχή, κακοκαιρία, μανιασμένη θάλασσα: Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται (παροιμ.). 2. κακοκαιρία, θύελλα, ανεμοζάλη. 3. μτφ., μεγάλη περιπέτεια, δυστυχία, συμφορά: Μας βρήκαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
ανεμοζάλη — η (Μ ἀνεμοζάλη) 1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα 2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή μσν. τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής … Dictionary of Greek
απαγκιερός — ή, ό απάνεμος, προστατευμένος απ την κακοκαιρία … Dictionary of Greek